- προσνήχομαι
- Α(αποθ.)1. κολυμπώ ή πλέω προς έναν τόπο2. προσεγγίζω κάποιον κολυμπώντας3. (για νερό) χύνομαι με ορμή και πλημμυρίζω έναν τόπο, προσκλύζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + νήχομαι «κολυμπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσνηξάμενον — προσνήχομαι swim towards aor part mid masc acc sg προσνήχομαι swim towards aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσνηξόμεθα — προσνήχομαι swim towards aor subj mid 1st pl (epic) προσνήχομαι swim towards fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσενήξαο — προσνήχομαι swim towards aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσενήξατο — προσνήχομαι swim towards aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσενήχοντο — προσνήχομαι swim towards imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσνηξαμένους — προσνήχομαι swim towards aor part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσνηξάμενος — προσνήχομαι swim towards aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσνηχόμενος — προσνήχομαι swim towards pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσνήξασθαι — προσνήχομαι swim towards aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσνήχονται — προσνήχομαι swim towards pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)